Ωχρός στα δανικά
Μετάφραση: ωχρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bleg, gusten, sallow, gustne, ensfarvet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωχρός
ωχρός σύνδεσμος, ωχρός συνώνυμο, ωχρός μυελός, ωχρός λεξικό γλώσσας δανικά, ωχρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ωφέλιμος στα δανικά - nyttige, nyttigt, nyttig, anvendelige, hensigtsmæssigt
- ωφελώ στα δανικά - ofelo
- όαση στα δανικά - oase, oasis, af Oasis, oasen
- όγδοος στα δανικά - ottende, ottendedel
Τυχαίες λέξεις
Ωχρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bleg, gusten, sallow, gustne, ensfarvet
Μεταφράσεις: bleg, gusten, sallow, gustne, ensfarvet