Όφελος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: όφελος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облага, полза, ползи, обезщетение, ползите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όφελος
όφελος συνώνυμα, όφελος απόσυρσης, όφελος αντώνυμο, όφελος κλίση, όφελος ωφελώ, όφελος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όφελος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- όσχεο στα βουλγαρικά - скротум, скротума, на скротума, тестисите, мъдна торбичка
- όταν στα βουλγαρικά - кога, когато, при, когато се
- όχημα στα βουλγαρικά - носител, превозно средство, превозното средство, на превозното средство
- όχθη στα βουλγαρικά - банка, банкова, банков, банковата, банката
Τυχαίες λέξεις
Όφελος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: облага, полза, ползи, обезщетение, ползите
Μεταφράσεις: облага, полза, ползи, обезщетение, ползите