Θρησκευτικός στα γαλλικά
Μετάφραση: θρησκευτικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pieux, dévot, religieux, religieuse, religieuses, religion
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευτικός
θρησκευτικός τουρισμός ορισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, θρησκευτικός ρατσισμός, θρησκευτικός ουμανισμός, θρησκευτικός γάμος, θρησκευτικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, θρησκευτικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- θρηνώ στα γαλλικά - complainte, lamentons, chagrinent, gémissement, lamentent, désoler, affligent, ...
- θρησκεία στα γαλλικά - confession, profession, culte, religion, foi, la religion, de religion, ...
- θρησκευόμενος στα γαλλικά - religieux, dévot, pieux, religieuse, religieuses, religion
- θριαμβευτικά στα γαλλικά - triomphalement, jubilation, avec jubilation, jubilant, liesse, jubilatoire
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευτικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: pieux, dévot, religieux, religieuse, religieuses, religion
Μεταφράσεις: pieux, dévot, religieux, religieuse, religieuses, religion