Θρησκευτικός στα τσεχικά
Μετάφραση: θρησκευτικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nábožný, řeholník, náboženský, posvátný, pobožný, církevní, náboženské, náboženská, náboženskou
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευτικός
θρησκευτικός τουρισμός ορισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, θρησκευτικός ρατσισμός, θρησκευτικός ουμανισμός, θρησκευτικός γάμος, θρησκευτικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, θρησκευτικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- θρηνώ στα τσεχικά - žalozpěv, trápit, želet, bědovat, nářek, hořekovat, naříkat, ...
- θρησκεία στα τσεχικά - víra, vyznání, náboženství, religionistik, náboženského vyznání, náboženstvím
- θρησκευόμενος στα τσεχικά - posvátný, nábožný, řeholník, náboženský, pobožný, církevní, náboženské, ...
- θριαμβευτικά στα τσεχικά - triumfálně, jásavě, vítězoslavně, nadšeně, jásotem
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευτικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nábožný, řeholník, náboženský, posvátný, pobožný, církevní, náboženské, náboženská, náboženskou
Μεταφράσεις: nábožný, řeholník, náboženský, posvátný, pobožný, církevní, náboženské, náboženská, náboženskou