Ορεκτικό στα γαλλικά
Μετάφραση: ορεκτικό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprenti, nouveau, novice, démarreur, apéritif, entrée, appetizer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορεκτικό
ορεκτικό με μανιτάρια, ορεκτικό με φέτα, ορεκτικό με καπνιστή πέστροφα, ορεκτικό με σολομό, ορεκτικό με μελιτζάνες, ορεκτικό λεξικό γλώσσας γαλλικά, ορεκτικό στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- ορειβασία στα γαλλικά - montée, escalade, ascension, alpinisme, grimper, l'escalade, d'escalade
- ορεινός στα γαλλικά - montagneux, montagneuse, montagne, montagnes, montagneuses
- ορεκτικός στα γαλλικά - appétissant, affriolant, appétissante, appétissants, appétissantes
- ορθογραφία στα γαλλικά - diktat, orthographe, dicte, dictateur, dictée, commandement, ordre, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορεκτικό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: apprenti, nouveau, novice, démarreur, apéritif, entrée, appetizer
Μεταφράσεις: apprenti, nouveau, novice, démarreur, apéritif, entrée, appetizer