Ορεκτικό στα σουηδικά
Μετάφραση: ορεκτικό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
appetizer, förrätt, aptitretare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορεκτικό
ορεκτικό με μανιτάρια, ορεκτικό με φέτα, ορεκτικό με καπνιστή πέστροφα, ορεκτικό με σολομό, ορεκτικό με μελιτζάνες, ορεκτικό λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορεκτικό στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ορειβασία στα σουηδικά - klättring, klättra, klättrande, klättrings
- ορεινός στα σουηδικά - bergig, bergiga, bergigt, bergs, fjäll
- ορεκτικός στα σουηδικά - aptitretande, aptitlig, appetizing, aptit, aptitligt
- ορθογραφία στα σουηδικά - stavning, stavningen, stavnings, stava, spelling
Τυχαίες λέξεις
Ορεκτικό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: appetizer, förrätt, aptitretare
Μεταφράσεις: appetizer, förrätt, aptitretare