Συμπαθητικός στα γαλλικά
Μετάφραση: συμπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sympathique, prévenant, agréable, bien, beau, joli, belle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπαθητικός
συμπαθητικός στα αγγλικά, συμπαθητικός στα γαλλικά, συμπαθητικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, συμπαθητικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- συμπίπτω στα γαλλικά - chevauchement, recouvrir, convenir, être d'accord, concorder, adoption, d'accord
- συμπαγής στα γαλλικά - tenace, ferme, compacter, dense, profond, corsé, fort, ...
- συμπαθώ στα γαλλικά - vouloir, affectionner, similaire, que, comme, équivalent, semblable, ...
- συμπαιγνία στα γαλλικά - conspiration, complicité, connivence, collusion, la collusion, une collusion
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθητικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: sympathique, prévenant, agréable, bien, beau, joli, belle
Μεταφράσεις: sympathique, prévenant, agréable, bien, beau, joli, belle