Συμπαθητικός στα σουηδικά
Μετάφραση: συμπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fin, trevlig, trevligt, trevliga, bra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπαθητικός
συμπαθητικός στα αγγλικά, συμπαθητικός στα γαλλικά, συμπαθητικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, συμπαθητικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συμπίπτω στα σουηδικά - instämmer, instämma, ense, sammanfaller, instämmer i
- συμπαγής στα σουηδικά - massiv, tät, stadig, stark, säker, gedigen, fast, ...
- συμπαθώ στα σουηδικά - liksom, liknande, lik, som, Gillar, gillar det
- συμπαιγνία στα σουηδικά - maskopi, samverkan, en samverkan, samförstånd
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθητικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fin, trevlig, trevligt, trevliga, bra
Μεταφράσεις: fin, trevlig, trevligt, trevliga, bra