Συμπαθητικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: συμπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szép, jó, kedves, kellemes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπαθητικός
συμπαθητικός στα αγγλικά, συμπαθητικός στα γαλλικά, συμπαθητικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συμπαθητικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συμπίπτω στα ουγγρικά - egyetért, egyetértek, egyetértenek, ért egyet, egybehangzóan
- συμπαγής στα ουγγρικά - téridom, szolid, tömör, háromdimenziójú, térbeli, egyezség, egységes, ...
- συμπαθώ στα ουγγρικά - hasonmás, mint, mint a, hasonló
- συμπαιγνία στα ουγγρικά - összejátszás, összejátszást, az összejátszás, összejátszásra, összejátszásban
Τυχαίες λέξεις
Συμπαθητικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szép, jó, kedves, kellemes
Μεταφράσεις: szép, jó, kedves, kellemes