Αγοραστής στα γερμανικά
Μετάφραση: αγοραστής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaufe, käufer, Käufer, Beim Kauf, Kunde, Käufers, Kunden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγοραστής
αγοραστήσ υπηρεσιών υγείασ, αγοραστής του 902, αγοραστής τέζα, η αγοραστής, προσωπικός αγοραστής, αγοραστής λεξικό γλώσσας γερμανικά, αγοραστής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αγοράζω στα γερμανικά - gekaufte, bestechen, einkauf, gekauftes, ankauf, anschaffung, erwerb, ...
- αγορίστικός στα γερμανικά - jungenhaft, jungenhaften, jungenhafte, knabenhaften
- αγορεύω στα γερμανικά - flehen, plädieren, bitten, berufen
- αγράμματος στα γερμανικά - dumm, unwissend, ungebildet, Analphabet, Analphabetin, Analphabeten, ungebildeten, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγοραστής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kaufe, käufer, Käufer, Beim Kauf, Kunde, Käufers, Kunden
Μεταφράσεις: kaufe, käufer, Käufer, Beim Kauf, Kunde, Käufers, Kunden