Αρπαγή στα γερμανικά
Μετάφραση: αρπαγή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschenraub, raubwirtschaft, entführung, entführend, Beschlagnahme, Pfändung, Anfall, Beschlagnahmung
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπαγή
αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρπαγή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αρπάζομαι στα γερμανικά - handgemenge, greifer, bewältigen, ringkampf, meistern, Snapper, Schnapper, ...
- αρπάζω στα γερμανικά - möse, anschauen, arretierung, raste, ansehen, stück, schaltkupplung, ...
- αρπακτικός στα γερμανικά - räuberisch, raptorial, Raub, räuberischen, räuberisches
- αρπακτικότητα στα γερμανικά - raublust, habgier, raubgier, Habgier, Raubgier, rapacity, Habsucht, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρπαγή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: menschenraub, raubwirtschaft, entführung, entführend, Beschlagnahme, Pfändung, Anfall, Beschlagnahmung
Μεταφράσεις: menschenraub, raubwirtschaft, entführung, entführend, Beschlagnahme, Pfändung, Anfall, Beschlagnahmung