Αρπαγή στα ρουμανικά
Μετάφραση: αρπαγή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confiscare, sechestru, confiscarea, sechestrarea, convulsiilor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπαγή
αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αρπαγή στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αρπάζομαι στα ρουμανικά - snapper, bibanul, bibanul de, biban, intorsatura
- αρπάζω στα ρουμανικά - arestare, capta, prinde, ambreiaj, captura, șterpeli, scrounge, ...
- αρπακτικός στα ρουμανικά - de pradă, pradă
- αρπακτικότητα στα ρουμανικά - avariţie, rapacitate, rapacitatea, cu rapacitatea, lăcomie, aviditate
Τυχαίες λέξεις
Αρπαγή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: confiscare, sechestru, confiscarea, sechestrarea, convulsiilor
Μεταφράσεις: confiscare, sechestru, confiscarea, sechestrarea, convulsiilor