Αρπαγή στα σουηδικά

Μετάφραση: αρπαγή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslag, anfall, beslagtagande, anfalls, kramp
Αρπαγή στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρπαγή

αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή λεξικό γλώσσας σουηδικά, αρπαγή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αρπάζομαι στα σουηδικά - snapper, snäpporganet, snäpp
  • αρπάζω στα σουηδικά - ertappa, scrounge, snoka, tigga
  • αρπακτικός στα σουηδικά - raptorial
  • αρπακτικότητα στα σουηδικά - rovlystnad, rovgirighet, girighet
Τυχαίες λέξεις
Αρπαγή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: beslag, anfall, beslagtagande, anfalls, kramp