Αρπαγή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αρπαγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão
Αρπαγή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρπαγή

αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρπαγή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αρπάζομαι στα πορτογαλικά - snapper, pargo, caranga, luciano, anchova
  • αρπάζω στα πορτογαλικά - prende dor, aprisionar, serpente, captura, tomar, pegar, prisão, ...
  • αρπακτικός στα πορτογαλικά - raptorial
  • αρπακτικότητα στα πορτογαλικά - rapacidade, voracidade, ganância, rapacity, avidez
Τυχαίες λέξεις
Αρπαγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão