Αρπαγή στα ιταλικά

Μετάφραση: αρπαγή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sequestro, confisca, il sequestro, grippaggio, presa
Αρπαγή στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρπαγή

αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρπαγή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αρπάζομαι στα ιταλικά - snapper, dentice, dentici, luzianide, red snapper
  • αρπάζω στα ιταλικά - afferrare, avvinghiare, adunghiare, catturare, prendere, accalappiare, cogliere, ...
  • αρπακτικός στα ιταλικά - rapace, raptorial, grifagni, rapaci
  • αρπακτικότητα στα ιταλικά - rapacità, avidità, rapacity, rapace, la rapacità
Τυχαίες λέξεις
Αρπαγή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sequestro, confisca, il sequestro, grippaggio, presa