Αρχαιότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
antiquität, altertum, vorzeit, Altertum, Antike, der Antike, Altertums, antiken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα
κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρχαιότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογικός στα γερμανικά - archäologisch, archäologischen, archäologische, archäologischer, Ausgrabungs
- αρχαιολόγος στα γερμανικά - Archäologe, Archäologen, Archäologin
- αρχηγός στα γερμανικά - konzertmeister, leiter, führer, leittier, anführer, vorspann, führungskraft, ...
- αρχιδιάκονος στα γερμανικά - Erzdiakon, Archidiakon, Archidiakonus, archdeacon
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: antiquität, altertum, vorzeit, Altertum, Antike, der Antike, Altertums, antiken
Μεταφράσεις: antiquität, altertum, vorzeit, Altertum, Antike, der Antike, Altertums, antiken