Αρχαιότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senovė, antika, senovėje, Senaties, antikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα
κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αρχαιότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογικός στα λιθουανικά - archeologinis, archeologijos, archeologinės, archeologiniai, archeologinių
- αρχαιολόγος στα λιθουανικά - archeologas, archeologė, archeologo, archeologija
- αρχηγός στα λιθουανικά - vadovas, vadas, vyriausiasis, viršininkas, pagrindinis, vyr
- αρχιδιάκονος στα λιθουανικά - arkidiakonas, Archidiakon
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: senovė, antika, senovėje, Senaties, antikos
Μεταφράσεις: senovė, antika, senovėje, Senaties, antikos