Αρχαιότητα στα δανικά

Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
antikken, oldtiden, oldtid, oldtidens, Antikkens
Αρχαιότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα

κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας δανικά, αρχαιότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρχαιολογικός στα δανικά - arkæologiske, arkæologisk, arkaeologisk, den arkæologiske
  • αρχαιολόγος στα δανικά - arkæolog, arkæologen, arkæologer, archaeologist
  • αρχηγός στα δανικά - leder, chef, ledende, administrerende, øverste, chefen
  • αρχιδιάκονος στα δανικά - stiftsprovst, ærkediakon, Archdeacon, provsten, Stiftsprovsten
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: antikken, oldtiden, oldtid, oldtidens, Antikkens