Αρχαιότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antichità, dell'antichità, dall'antichità, antico, antichi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα
κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρχαιότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογικός στα ιταλικά - archeologo, archeologico, archeologica, archeologici, archeologiche, archeologico di
- αρχαιολόγος στα ιταλικά - antiquario, archeologo, archeologa, l'archeologo, dell'archeologo, archeologi
- αρχηγός στα ιταλικά - guida, capo, leader, principale, direttore, chief, capo della
- αρχιδιάκονος στα ιταλικά - arcidiacono, archdeacon, dell'arcidiacono, all'arcidiacono, arcidiacono di
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: antichità, dell'antichità, dall'antichità, antico, antichi
Μεταφράσεις: antichità, dell'antichità, dall'antichità, antico, antichi