Αρχαιότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: αρχαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
antyk, dawność, starożytność, starodawność, starożytności, antyku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιότητα
κλασική αρχαιότητα, ύστερη αρχαιότητα, αρχαιότητα μεταξύ ομοιοβάθμων, αρχαιότητα εκπαιδευτικών, αρχαιότητα στο δημόσιο, αρχαιότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρχαιότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογικός στα πολωνικά - archeolog, archeologiczny, archeologiczne, Archaeological, archeologicznych, archeologicznym
- αρχαιολόγος στα πολωνικά - antykwaryczny, antykwariusz, archeolog, archeologiem, archeologa, archeologów
- αρχηγός στα πολωνικά - lider, prowodyr, hegemon, przywódca, szef, prym, kierownik, ...
- αρχιδιάκονος στα πολωνικά - archidiakon, archidiakona, Archdeacon, archidyakon
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: antyk, dawność, starożytność, starodawność, starożytności, antyku
Μεταφράσεις: antyk, dawność, starożytność, starodawność, starożytności, antyku