Εξομολόγηση στα γερμανικά
Μετάφραση: εξομολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beichte, Geständnis, Beichte, Bekenntnis, Eingeständnis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξομολόγηση
εξομολόγηση και θεία κοινωνία, εξομολόγηση μιας λάμπας, εξομολόγηση φοιτήτριας πώς είναι να δουλεύεις σε ροζ τηλέφωνο, εξομολόγηση αγάπης, εξομολόγηση φλωράκη, εξομολόγηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξομολόγηση στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εξομολογητής στα γερμανικά - beichtvater, Beichtvater, Bekenner, Beichtvaters, Beichtiger, Bekenners
- εξομολογώ στα γερμανικά - gestehen, bekennen, zugeben, beichten
- εξονυχιστικός στα γερμανικά - vollständig, sorgfältig, gründlich, umfassend, eingehend, gründliche
- εξοπλίζω στα γερμανικά - wagen, Ausrüstung, Takelage, Takelung, manipulieren, rig
Τυχαίες λέξεις
Εξομολόγηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: beichte, Geständnis, Beichte, Bekenntnis, Eingeständnis
Μεταφράσεις: beichte, Geständnis, Beichte, Bekenntnis, Eingeständnis