Εξομολόγηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξομολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confissão, a confissão, confessar, confession, confissão de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξομολόγηση
εξομολόγηση και θεία κοινωνία, εξομολόγηση μιας λάμπας, εξομολόγηση φοιτήτριας πώς είναι να δουλεύεις σε ροζ τηλέφωνο, εξομολόγηση αγάπης, εξομολόγηση φλωράκη, εξομολόγηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξομολόγηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξομολογητής στα πορτογαλικά - confessor, o confessor
- εξομολογώ στα πορτογαλικά - confessar, professar, reconhecer, confesso, confessamos, confessam, confessarmos
- εξονυχιστικός στα πορτογαλικά - minucioso, completo, meticuloso, completa, aprofundada
- εξοπλίζω στα πορτογαλικά - carruagem, vagão, equipamento, espingarda, plataforma, sonda, rig, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξομολόγηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: confissão, a confissão, confessar, confession, confissão de
Μεταφράσεις: confissão, a confissão, confessar, confession, confissão de