Εξομολόγηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξομολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erkenning, bekentenis, biecht, belijdenis, belijden, biechten
Εξομολόγηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξομολόγηση

εξομολόγηση και θεία κοινωνία, εξομολόγηση μιας λάμπας, εξομολόγηση φοιτήτριας πώς είναι να δουλεύεις σε ροζ τηλέφωνο, εξομολόγηση αγάπης, εξομολόγηση φλωράκη, εξομολόγηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξομολόγηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξομολογητής στα ολλανδικά - biechtvader, mijn biechtvader, confessor, belijder, biechtvader van
  • εξομολογώ στα ολλανδικά - bekennen, erkennen, toegeven, biechten, belijden, te belijden
  • εξονυχιστικός στα ολλανδικά - grondig, grondige, gedegen, diepgaande, een grondige
  • εξοπλίζω στα ολλανδικά - optuigen, optakelen, spoorwagen, tuigen, wagon, rijtuig, tuig, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξομολόγηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: erkenning, bekentenis, biecht, belijdenis, belijden, biechten