Ετοιμότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: ετοιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wachsamkeit, Bereitschaft, bereit, die Bereitschaft
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα
ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ετοιμότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ετοιμασία στα γερμανικά - ausgestaltung, einteilung, disposition, einrichtung, anlage, vereinbarung, planung, ...
- ετοιμόρροπος στα γερμανικά - hilflose, hilfloser, verlassen, ausgestoßene, ausgestoßener, baufällig, baufälligen, ...
- ετυμηγορία στα γερμανικά - spruch, urteilsspruch, Urteil, Urteilsspruch, Verdikt
- ετυμολογία στα γερμανικά - etymologie, Etymologie, die Etymologie, etymology, der Etymologie
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wachsamkeit, Bereitschaft, bereit, die Bereitschaft
Μεταφράσεις: wachsamkeit, Bereitschaft, bereit, die Bereitschaft