Ετοιμότητα στα δανικά
Μετάφραση: ετοιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beredskab, parathed, rede, er rede, parat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα
ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ετοιμότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ετοιμασία στα δανικά - organisering, indbo, forberedelse, fremstilling, udarbejdelse, forberedelsen, udarbejdelsen
- ετοιμόρροπος στα δανικά - faldefærdige, faldefærdig, brøstfældig, vakkelvorne, haltende
- ετυμηγορία στα δανικά - dom, dommen, Bedømmelse, kendelse
- ετυμολογία στα δανικά - etymologi, etymologien, etymology, etymologisk
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beredskab, parathed, rede, er rede, parat
Μεταφράσεις: beredskab, parathed, rede, er rede, parat