Ετοιμότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ετοιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereedheid, bereidwilligheid, bereidheid, de bereidheid, paraatheid
Ετοιμότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα

ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ετοιμότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ετοιμασία στα ολλανδικά - inrichting, schikking, organisatie, regeling, zetting, maatregel, akkoord, ...
  • ετοιμόρροπος στα ολλανδικά - nonchalant, nalatig, verlaten, onbeheerd, onachtzaam, bouwvallig, gammel, ...
  • ετυμηγορία στα ολλανδικά - uitspraak, vonnis, sententie, judicium, oordeel, verdict, uitspraak van
  • ετυμολογία στα ολλανδικά - etymologie, de etymologie, etymology, etymologisch, woordafleiding
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gereedheid, bereidwilligheid, bereidheid, de bereidheid, paraatheid