Ετοιμότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ετοιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prontidão, disponibilidade, disposição, preparação, a disponibilidade
Ετοιμότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα

ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ετοιμότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ετοιμασία στα πορτογαλικά - disposição, arranjo, ajuste, preparação, elaboração, a preparação, prepara�o, ...
  • ετοιμόρροπος στα πορτογαλικά - periclitante, decrépito, em ruínas, ramshackle, desorganizado
  • ετυμηγορία στα πορτογαλικά - veredicto, veredito, sentença, decisão, veredicto de
  • ετυμολογία στα πορτογαλικά - etimologia, etymology, a etimologia
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: prontidão, disponibilidade, disposição, preparação, a disponibilidade