Ετοιμότητα στα σουηδικά
Μετάφραση: ετοιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beredskap, beredvillighet, beredd, beredskapen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα
ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, ετοιμότητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ετοιμασία στα σουηδικά - avtal, anstalt, beredning, preparat, förberedelse, beredningen, preparatet
- ετοιμόρροπος στα σουηδικά - ramshackle, skraltiga, fallfärdiga, fallfärdig, fallfärdigt
- ετυμηγορία στα σουηδικά - dom, domen, Bedömning, utslag, utlåtande
- ετυμολογία στα σουηδικά - etymologi, etymology, etymologin, etymologyen, etymologiska
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: beredskap, beredvillighet, beredd, beredskapen
Μεταφράσεις: beredskap, beredvillighet, beredd, beredskapen