Ηθικολόγος στα γερμανικά
Μετάφραση: ηθικολόγος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtschaffen, Moralist, Moralisten, Ethiker, Sittenlehrer, Sitten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηθικολόγος
ηθικολόγος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ηθικολόγος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ηδύφωνος στα γερμανικά - lieblich, idyfonos
- ηθική στα γερμανικά - ethik, sittlichkeit, sittenlehre, moral, Ethik, Moral
- ηθικός στα γερμανικά - rechtschaffen, sittlich, verschreibungspflichtig, moralisch, ethischen, moral, Moral, ...
- ηλίθιος στα γερμανικά - dumm, idiotisch, Idiot, Idioten, Trottel, Dummkopf
Τυχαίες λέξεις
Ηθικολόγος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rechtschaffen, Moralist, Moralisten, Ethiker, Sittenlehrer, Sitten
Μεταφράσεις: rechtschaffen, Moralist, Moralisten, Ethiker, Sittenlehrer, Sitten