Πριμ στα γερμανικά
Μετάφραση: πριμ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gratifikation, anregung, prämie, Boni, Prämien, Bonusse, Bonus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμ
πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ λεξικό γλώσσας γερμανικά, πριμ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πρεσβευτής στα γερμανικά - botschafter, repräsentant, Botschafter, Ambassador, Botschafterin, Botschafters
- πρηνής στα γερμανικά - anfällig, liegend, procumbent, liegenden, liegenden Holz, niederliegenden
- πριμοδότηση στα γερμανικά - freigebigkeit, fangprämie, freigiebigkeit, prämie, kopfgeld, Prämie, Premium, ...
- πριν στα γερμανικά - vorauf, ehe, vor, vorher, voran, bevor, her, ...
Τυχαίες λέξεις
Πριμ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gratifikation, anregung, prämie, Boni, Prämien, Bonusse, Bonus
Μεταφράσεις: gratifikation, anregung, prämie, Boni, Prämien, Bonusse, Bonus