Πριμ στα ολλανδικά

Μετάφραση: πριμ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
premie, bonus, bonussen, premies, verhogingen, de bonussen
Πριμ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριμ

πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πριμ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρεσβευτής στα ολλανδικά - ambassadeur, gezant, Ambassador, ambassadeur van, ambassadrice
  • πρηνής στα ολλανδικά - vooroverliggend, procumbent, liggende, langs de grond groeiend
  • πριμοδότηση στα ολλανδικά - premie, toeslag, premium, premiumkanalen
  • πριν στα ολλανδικά - voor, geleden, ago
Τυχαίες λέξεις
Πριμ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: premie, bonus, bonussen, premies, verhogingen, de bonussen