Πριμ στα ισλανδικά
Μετάφραση: πριμ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bónus, bónusa, bónusar, kaupaukar, kaupauka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμ
πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πριμ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πρεσβευτής στα ισλανδικά - sendiherra, Ambassador, sendiherrann, boðberi
- πρηνής στα ισλανδικά - procumbent
- πριμοδότηση στα ισλανδικά - aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki
- πριν στα ισλανδικά - áður, fyrir, síðan, löngu síðan, fyrir löngu síðan
Τυχαίες λέξεις
Πριμ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bónus, bónusa, bónusar, kaupaukar, kaupauka
Μεταφράσεις: bónus, bónusa, bónusar, kaupaukar, kaupauka