Πριμ στα φινλανδικά
Μετάφραση: πριμ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkkalisä, bonukset, bonuksia, palkkiot, tävät lisät, bonusten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμ
πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πριμ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πρεσβευτής στα φινλανδικά - lähettiläs, suurlähettiläs, Ambassador, suurlähettilään, suurlähettiläänä
- πρηνής στα φινλανδικά - altis, taipuvainen, procumbent
- πριμοδότηση στα φινλανδικά - vakuutusmaksu, runsaus, palkkio, palkkion, Ensiluokkaiset, Premium
- πριν στα φινλανδικά - ennalta, ennen, edessä, sitten, etukäteen, ennemmin, eteen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πριμ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: palkkalisä, bonukset, bonuksia, palkkiot, tävät lisät, bonusten
Μεταφράσεις: palkkalisä, bonukset, bonuksia, palkkiot, tävät lisät, bonusten