Πριμ στα δανικά

Μετάφραση: πριμ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bonusser, bonus, tillæg, bonuser
Πριμ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριμ

πριμ 17 εκατ. ευρώ σε μελισσοκόμους, πριμ αγροτων, πριμ συνέπειας για όσους πληρώνουν, πριμ κινδυνου, πριμ παραγωγικότητας φορολογια, πριμ λεξικό γλώσσας δανικά, πριμ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πρεσβευτής στα δανικά - bud, ambassadør, Ambassador, ambassadøren
  • πρηνής στα δανικά - procumbent
  • πριμοδότηση στα δανικά - præmie, Premium, præmien, praemie
  • πριν στα δανικά - før, inden, siden
Τυχαίες λέξεις
Πριμ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bonusser, bonus, tillæg, bonuser