Συλλογικός στα γερμανικά
Μετάφραση: συλλογικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sammelname, kollektiv, gesammelt, Kollektiv, kollektiven, kollektive, kollektiver
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικός
συλλογικός κατάλογος δημόσιων βιβλιοθηκών, συλλογικός κατάλογος κυπριακών βιβλιοθηκών, συλλογικός συνώνυμα, συλλογικός συνώνυμο, συλλογικός κατάλογος, συλλογικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, συλλογικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συλλογίζομαι στα γερμανικά - meditieren, überlegen, nachdenken, cogitate, Grübeln, ersinnen
- συλλογικά στα γερμανικά - kollektives, insgesamt, zusammen, gemeinsam, kollektiv, zusammenfassend, zusammengefasst
- συλλογισμός στα γερμανικά - argumentierend, intelligent, gedankengang, denkend, klug, überlegend, Denken, ...
- συλλογιστικός στα γερμανικά - denkend, gedankengang, argumentierend, intelligent, klug, überlegend, syllogistical
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sammelname, kollektiv, gesammelt, Kollektiv, kollektiven, kollektive, kollektiver
Μεταφράσεις: sammelname, kollektiv, gesammelt, Kollektiv, kollektiven, kollektive, kollektiver