Συλλογικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: συλλογικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colectiv, colectivă, colective, colectiv de, colectiva
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικός
συλλογικός κατάλογος δημόσιων βιβλιοθηκών, συλλογικός κατάλογος κυπριακών βιβλιοθηκών, συλλογικός συνώνυμα, συλλογικός συνώνυμο, συλλογικός κατάλογος, συλλογικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συλλογικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- συλλογίζομαι στα ρουμανικά - cugeta, concepe, sa cugetati, cugetati, pune la cale
- συλλογικά στα ρουμανικά - în colectiv, colectiv, mod colectiv, împreună, în mod colectiv
- συλλογισμός στα ρουμανικά - raționament, raționamentul, motivare, raționamentului, rationament
- συλλογιστικός στα ρουμανικά - silogistică
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: colectiv, colectivă, colective, colectiv de, colectiva
Μεταφράσεις: colectiv, colectivă, colective, colectiv de, colectiva