Υπέρβαρος στα γερμανικά
Μετάφραση: υπέρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übergewicht, Übergewicht, übergewichtig, gewichtig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος παχύσαρκος, υπέρβαροσ ή παχύσαρκοσ, υπέρβαρος δίαιτα, υπέρβαρος λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπέρβαρος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπάρχοντα στα γερμανικά - eigentum, habseligkeiten, zubehör, Sachen, Habseligkeiten, Besitz, Habe, ...
- υπάρχω στα γερμανικά - bestehen, existieren, vorliegen, vorhanden, existiert
- υπέροχος στα γερμανικά - brillant, prächtig, mythologisch, toll, mythisch, herrlich, großartig, ...
- υπήκοος στα γερμανικά - subjekt, disziplin, gegenstand, staatsangehöriger, fach, thema, fragenkomplex, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπέρβαρος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: übergewicht, Übergewicht, übergewichtig, gewichtig
Μεταφράσεις: übergewicht, Übergewicht, übergewichtig, gewichtig