Υπέρβαρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπέρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
te zwaar, overgewicht, met overgewicht, overwogen, zwaar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος παχύσαρκος, υπέρβαροσ ή παχύσαρκοσ, υπέρβαρος δίαιτα, υπέρβαρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπέρβαρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπάρχοντα στα ολλανδικά - toebehoren, eigendom, bezittingen, spullen, eigendommen
- υπάρχω στα ολλανδικά - bestaan, bestaat, aanwezig, er, bestaande
- υπέροχος στα ολλανδικά - prachtig, grandioos, verwonderend, luisterrijk, fantastisch, schitterend, verheven, ...
- υπήκοος στα ολλανδικά - apropos, staatsburger, discipline, onderwerp, tucht, thema, stof, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπέρβαρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: te zwaar, overgewicht, met overgewicht, overwogen, zwaar
Μεταφράσεις: te zwaar, overgewicht, met overgewicht, overwogen, zwaar