Υπέρβαρος στα πολωνικά
Μετάφραση: υπέρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otyłość, nadwaga, przewaga, nadwagą, nadwagę, nadwagi, z nadwagą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος παχύσαρκος, υπέρβαροσ ή παχύσαρκοσ, υπέρβαρος δίαιτα, υπέρβαρος λεξικό γλώσσας πολωνικά, υπέρβαρος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- υπάρχοντα στα πολωνικά - dobytek, rzeczy, mienie, ruchomości, dobytku
- υπάρχω στα πολωνικά - bytować, wyżywić, zaistnieć, żyć, istnieć, żywić, egzystować, ...
- υπέροχος στα πολωνικά - świetny, wspaniały, cudowny, bajeczny, doskonały, baśniowy, prześwietny, ...
- υπήκοος στα πολωνικά - uzależnić, temat, ulegać, ulęgać, podmiot, poddać, poddawanie, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπέρβαρος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: otyłość, nadwaga, przewaga, nadwagą, nadwagę, nadwagi, z nadwagą
Μεταφράσεις: otyłość, nadwaga, przewaga, nadwagą, nadwagę, nadwagi, z nadwagą