Υπέρβαρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: υπέρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antsvoris, antsvorio, antsvorį, antsvoriu, viršsvorio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος παχύσαρκος, υπέρβαροσ ή παχύσαρκοσ, υπέρβαρος δίαιτα, υπέρβαρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υπέρβαρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υπάρχοντα στα λιθουανικά - turtas, nuosavybė, manta, daiktai, daiktų, daiktus
- υπάρχω στα λιθουανικά - egzistuoti, būti, egzistuoja, yra, nėra
- υπέροχος στα λιθουανικά - puikus, fantastinis, nuostabus, nuostabaus, puiki, nuostabi
- υπήκοος στα λιθουανικά - tema, disciplina, nacionalinis, nacionalinė, nacionalinės, nacionalinių, pilietis
Τυχαίες λέξεις
Υπέρβαρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: antsvoris, antsvorio, antsvorį, antsvoriu, viršsvorio
Μεταφράσεις: antsvoris, antsvorio, antsvorį, antsvoriu, viršsvorio