Υποχρεώνω στα γερμανικά

Μετάφραση: υποχρεώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verpflichten, verpflichtet, zu verpflichten, obligat, obligate
Υποχρεώνω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω

υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, υποχρεώνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • υποχρέωση στα γερμανικά - pflicht, verpflichtung, Verpflichtung, Pflicht, verpflichtet
  • υποχρεωτικός στα γερμανικά - verbindlich, zwingend, obligatorisch, obligatorischen, obligatorische, Pflicht
  • υποχωρητικός στα γερμανικά - gewinnend, nachgiebig, gefällig, konform, konforme, konformen
  • υποχωρώ στα γερμανικά - zurücktreten, rückzug, ebbe, sinken, nachgeben, nachlassen, relent, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verpflichten, verpflichtet, zu verpflichten, obligat, obligate