Υποχρεώνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: υποχρεώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelez, leköt, kényszerű, obligát, kötelezheti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω
υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, υποχρεώνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- υποχρέωση στα ουγγρικά - kötvény, lekötelezés, lekötelezettség, kötelezettség, kötelezettséget, kötelezettsége, kötelezettségét, ...
- υποχρεωτικός στα ουγγρικά - kötelező, kötelezővé, Kötelezően, kötelezı
- υποχωρητικός στα ουγγρικά - kompatibilis, megfelelő, megfelel, megfelelnek
- υποχωρώ στα ουγγρικά - takarodó, lelkigyakorlat, enged, enyhült, enyhült meg, megenyhül
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kötelez, leköt, kényszerű, obligát, kötelezheti
Μεταφράσεις: kötelez, leköt, kényszerű, obligát, kötelezheti