Υποχρεώνω στα τσεχικά

Μετάφραση: υποχρεώνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
donutit, nutit, zavázat, zavázat se, obligátní, obligátně, obligatorní
Υποχρεώνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω

υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, υποχρεώνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • υποχρέωση στα τσεχικά - závazek, povinnost, dluhopis, úpis, obligace, povinnosti, povinností
  • υποχρεωτικός στα τσεχικά - závazný, povinný, povinné, povinná, závazné, povinně
  • υποχωρητικός στα τσεχικά - kompatibilní, vyhovující, v souladu, souladu RoHS, V souladu RoHS
  • υποχωρώ στα τσεχικά - úpadek, ubývat, pokles, ústup, ustupovat, útulek, čepobití, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεώνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: donutit, nutit, zavázat, zavázat se, obligátní, obligátně, obligatorní