Υποχρεώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: υποχρεώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpareigoti, įpareigoja, įsipareigoja, neįpareigoja, ápareigoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω
υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υποχρεώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υποχρέωση στα λιθουανικά - įsipareigojimas, pareiga, įpareigojimas, prievolė, pareigą
- υποχρεωτικός στα λιθουανικά - privalomas, privaloma, privalomi, neprivaloma, privalomos
- υποχωρητικός στα λιθουανικά - atitinka, suderinamas, atitiktis, atitinkantys, reikalavimų
- υποχωρώ στα λιθουανικά - suminkštėti, pieļāvīgākam, nusileisti, Tapti pieļāvīgākam, minkštėti
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įpareigoti, įpareigoja, įsipareigoja, neįpareigoja, ápareigoti
Μεταφράσεις: įpareigoti, įpareigoja, įsipareigoja, neįpareigoja, ápareigoti