Ψωμί στα γερμανικά
Μετάφραση: ψωμί, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brot, Brot, bread, Brotes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψωμί
ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί λεξικό γλώσσας γερμανικά, ψωμί στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ψυχρότητα στα γερμανικά - erstarrung, steifigkeit, steifheit, muskelkater, Kühle, Kälte
- ψωμάκι στα γερμανικά - ballen, brötchen, aufwickeln, aufspulen, bündel, semmel, schlingern, ...
- ψωνίζω στα γερμανικά - geschäft, werkstatt, einzelhandelsgeschäft, laden, Geschäft, Laden, Werkstatt, ...
- ψύξη στα γερμανικά - einfrierend, kalt, eisig, gefrieren, Kühlung, Abkühlung, Kühl, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψωμί στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: brot, Brot, bread, Brotes
Μεταφράσεις: brot, Brot, bread, Brotes