Ψωμί στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ψωμί, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pão, o pão, de pão, pão de, pães
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψωμί
ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ψωμί στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ψυχρότητα στα πορτογαλικά - frieza, frio, frialdade, coldness, a frieza
- ψωμάκι στα πορτογαλικά - volver, papel, rolo, enrolar, pãozinho, rolo de, do rolo, ...
- ψωνίζω στα πορτογαλικά - lojas, oficina, tiro, armazém, atelier, venda, loja, ...
- ψύξη στα πορτογαλικά - frio, congelação, resfriamento, arrefecimento, refrigeração, de arrefecimento, de refrigeração
Τυχαίες λέξεις
Ψωμί στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pão, o pão, de pão, pão de, pães
Μεταφράσεις: pão, o pão, de pão, pão de, pães