Ψωμί στα πολωνικά

Μετάφραση: ψωμί, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrzymanie, chleb, pieczywo, chleba, bread, chlebowy
Ψωμί στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψωμί

ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί λεξικό γλώσσας πολωνικά, ψωμί στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ψυχρότητα στα πολωνικά - zesztywnienie, sztywność, oziębłość, chłód, zimno, zimna, uczucie zimna
  • ψωμάκι στα πολωνικά - turlać, wałować, przewracanie, stoczyć, krążek, obracać, zataczać, ...
  • ψωνίζω στα πολωνικά - sklep, buda, kupować, punkt, warsztat, interes, Shop, ...
  • ψύξη στα πολωνικά - zamrażanie, zamarzanie, lodowaty, lodowy, krzepnięcie, zamarznięcie, grabienie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψωμί στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: utrzymanie, chleb, pieczywo, chleba, bread, chlebowy