Ψωμί στα ουγγρικά

Μετάφραση: ψωμί, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kenyér, kenyeret, kenyérrel, a kenyér, a kenyeret
Ψωμί στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψωμί

ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ψωμί στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ψυχρότητα στα ουγγρικά - hidegség, hideg, hidegséggel, hidegsége, hidegségét
  • ψωμάκι στα ουγγρικά - névjegyzék, ringás, gurítás, filmtekercs, göngyöleg, gördülés, zsemlye, ...
  • ψωνίζω στα ουγγρικά - hivatal, kereskedés, munkahely, bolt, Shop, üzlet, áruház, ...
  • ψύξη στα ουγγρικά - lehűlés, hűsítő, hűtés, hűtési, hűtést
Τυχαίες λέξεις
Ψωμί στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kenyér, kenyeret, kenyérrel, a kenyér, a kenyeret