Έγκριση στα δανικά
Μετάφραση: έγκριση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
godkendelse, bifald, godkendelsen, godkendt, typegodkendelse, godkendes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έγκριση
έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έγκριση αρχαιολογίας για οικοδομές, έγκριση κοινωνικού μερίσματος, έγκριση αίτησης κοινωνικού μερίσματος, έγκριση δόμησης, έγκριση λεξικό γλώσσας δανικά, έγκριση στα δανικά
Μεταφράσεις
- έγκλημα στα δανικά - lovovertrædelse, forbrydelse, kriminalitet, af kriminalitet, forbrydelser
- έγκλιση στα δανικά - stemning, humør, stemningen, humøret
- έγκυος στα δανικά - gravid, svanger, gravide, er gravid, graviditet
- έγκυρος στα δανικά - gyldig, gyldigt, gyldige, gældende, gyldighed
Τυχαίες λέξεις
Έγκριση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: godkendelse, bifald, godkendelsen, godkendt, typegodkendelse, godkendes
Μεταφράσεις: godkendelse, bifald, godkendelsen, godkendt, typegodkendelse, godkendes