Έγκριση στα φινλανδικά
Μετάφραση: έγκριση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväksyntä, hyväksyminen, hyväksynnän, hyväksyntää, hyväksymistä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έγκριση
έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έγκριση αρχαιολογίας για οικοδομές, έγκριση κοινωνικού μερίσματος, έγκριση αίτησης κοινωνικού μερίσματος, έγκριση δόμησης, έγκριση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, έγκριση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- έγκλημα στα φινλανδικά - rikollisuus, rikos, rikollisuuden, rikollisuutta, rikoksen
- έγκλιση στα φινλανδικά - mieliala, tunnelma, ilmapiiri, mielentila, tuulella, mielialan, tunnelman
- έγκυος στα φινλανδικά - täynnä, raskaana, raskaaksi, raskaana oleville, raskaana olevien, raskaana olevat
- έγκυρος στα φινλανδικά - vaikutusvaltainen, ehdoton, käskevä, valtuutettu, tunnistettava, pätevä, voimassa oleva, ...
Τυχαίες λέξεις
Έγκριση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hyväksyntä, hyväksyminen, hyväksynnän, hyväksyntää, hyväksymistä
Μεταφράσεις: hyväksyntä, hyväksyminen, hyväksynnän, hyväksyntää, hyväksymistä